- απόγειος
- κ. -αιος, -α, -ο (Α ἀπόγειος, -α, -ον) [γη](άνεμος, αύρα) που πνέει από την ξηρά (για το ουδ. ως ουσ. βλ. απόγειον)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τη Γη2. σε απόσταση από την ακτή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόγειος — ἀπόγαιος masc/fem nom sg ἀπόγειος from land masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογείαις — ἀπόγειος from land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόγειαι — ἀπόγειος from land fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειότερον — ἀπόγαιος adverbial comp ἀπόγαιος masc acc comp sg ἀπόγαιος neut nom/voc/acc comp sg ἀπόγειος from land adverbial comp ἀπόγειος from land masc acc comp sg ἀπόγειος from land neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτάτων — ἀπόγαιος fem gen superl pl ἀπόγαιος masc/neut gen superl pl ἀπόγειος from land fem gen superl pl ἀπόγειος from land masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρα — ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγαιος fem nom/voc/acc comp dual ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγαιος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγειος from land fem nom/voc/acc comp dual ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγειος from land fem nom/voc comp sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέραις — ἀπόγαιος fem dat comp pl ἀπογειοτέρᾱͅς , ἀπόγαιος fem dat comp pl (attic) ἀπόγειος from land fem dat comp pl ἀπογειοτέρᾱͅς , ἀπόγειος from land fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρας — ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιος fem acc comp pl ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιος fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειος from land fem acc comp pl ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειος from land fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρων — ἀπόγαιος fem gen comp pl ἀπόγαιος masc/neut gen comp pl ἀπόγειος from land fem gen comp pl ἀπόγειος from land masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειότατα — ἀπόγαιος adverbial superl ἀπόγαιος neut nom/voc/acc superl pl ἀπόγειος from land adverbial superl ἀπόγειος from land neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)